- χοντρένω
- Νβλ. χοντραίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… … Dictionary of Greek
χόντρεμα — το, Ν [χοντρένω] το να γίνεται κάποιος ή κάτι χονδρότερο … Dictionary of Greek